ΜΕΧΡΙ το τέλος του χρόνου ισχύει το «πάγωμα» των πλειστηριασμών, με την κυβέρνηση και τον πρωθυπουργό Αντώνη Σαμαρά να έχει δεσμευθεί ότι θα προστατευθεί η ακίνητη περιουσία των αδυνάτων. Οι δανειολήπτες ελπίζουν σε ανανέωση της προστασίας από πλειστηριασμούς και βελτίωση των δυνατοτήτων για ρύθμιση, ενώ οι αποφάσεις της κυβέρνησης αναμένονται τον Νοέμβριο.
Οσοι δανειολήπτες θα ήθελαν να κάνουν ρυθμίσεις των δανείων τους είτε θα πρέπει να διαπραγματευθούν με την τράπεζα είτε να καταφύγουν στον τελευταίο νόμο
Το πρόβλημα είναι ότι σύμφωνα με στοιχεία της Τραπέζης της Ελλάδος περίπου 63,4 δισ. ευρώ δανείων είναι σε καθυστέρηση, ενώ το 1/5 και περισσότερο από αυτά αφορά στεγαστικά δάνεια.
Στο μεταξύ όσοι θα ήθελαν να κάνουν ρυθμίσεις των δανείων τους έχουν πολύ περιορισμένες δυνατότητες. Είτε θα πρέπει να διαπραγματευθούν με την τράπεζα είτε να καταφύγουν στον τελευταίο νόμο. Το πρόγραμμα του νόμου αφορά μόνον τους ενήμερους δανειολήπτες, αλλά ως ενήμεροι θεωρούνται όλοι οι δανειολήπτες που το δάνειό τους δεν έχει καταγγελθεί.
Ομως ο νόμος θέτει πλήθος σωρευτικών προϋποθέσεων, που αποκλείουν τη συντριπτική πλειονότητα των καταναλωτών. Δίνει τη δυνατότητα περιόδου χάριτος μέχρι και 48 μηνών (4 ετών), στη διάρκεια της οποίας η μηνιαία δόση υποχωρεί στο 30% του διαθέσιμου μηνιαίου εισοδήματος, όπως υπολογίζεται μετά την αφαίρεση φόρων και ασφαλιστικών εισφορών.
Στη συνέχεια όμως η διαφορά από τη συνήθη δόση κεφαλαιοποιείται, προστίθεται στο υπόλοιπο του ποσού και εξοφλείται εντόκως.
Για τους ανέργους προβλέπεται επιπλέον η δυνατότητα εξάμηνης μικρής ανακούφισης, με προσωρινή παύση ολόκληρου του ποσού της δόσης και απαλλαγή από τους τόκους, αλλά μέσα στο διάστημα των 48 μηνών.
Σε ορισμένες περιπτώσεις και πάντα μέσα στο συγκεκριμένο διάστημα χάριτος, δίνεται η δυνατότητα για μειωμένο επιτόκιο στο 1,5%-2%. Είτε με εξάμηνη παύση όμως είτε με προσωρινή μείωση του επιτοκίου, η διαφορά από τη συνήθη δόση κεφαλαιοποιείται στη συνέχεια και εξοφλείται εντόκως.
Τα μέτρα αυτά αφορούν ανέργους, εργαζομένους με σχέση εξαρτημένης εργασίας ή συνταξιούχους, για δάνεια που είχαν δοθεί μέχρι τις 30/6/2010, ανεξάρτητα αν ρυθμίσθηκαν ή τροποποιήθηκαν αργότερα, οι οποίοι έχουν υποθηκεύσει ή προσημειώσει την κύρια κατοικία τους.
Προϋποθέσεις ένταξης που ισχύουν σωρευτικά:
* Αντικειμενική αξία κύριας κατοικίας 180.000 ή 200.000 ευρώ για οικογένεια με τρία ή περισσότερα παιδιά.
* Αντικειμενική αξία όλης της ακίνητης περιουσίας 250.000 ή 300.000 ευρώ για οικογένεια με τρία ή περισσότερα παιδιά.
* Ανεξόφλητο υπόλοιπο μέχρι 150.000 ευρώ.
* Ετήσιο οικογενειακό εισόδημα, μετά την αφαίρεση, φόρων και εισφορών ασφαλιστικών ή αλληλεγγύης: Με ατομική δήλωση μέχρι 15.000 ευρώ, ή 25.000 ευρώ, με κοινή φορολογική δήλωση. Τα ποσά αυξάνονται σε 20.000 και 30.000 ευρώ αντίστοιχα, για οικογένειες με τρία ή περισσότερα παιδιά.
* Τα ποσά προσαυξάνονται κατά 5.000 ευρώ για άτομα με αναπηρία 67% ή για οικογένειες που βαρύνονται με πρόσωπα με αναπηρία 67%.
* Τα εισοδήματα του δανειολήπτη πρέπει να έχουν μειωθεί κατά 20% σωρευτικά από αυτά του 2009.
* Μειωμένο επιτόκιο στη ρύθμιση μπορούν να εξασφαλίσουν όσοι δηλώνουν ατομικά εισοδήματα 9.000 ευρώ ή 13.000 ευρώ και έχουν αναπηρία 67% ή τρία παιδιά ή όσοι υποβάλλουν κοινή φορολογική δήλωση με εισοδήματα 15.000 ευρώ ή 20.000 ευρώ και έχουν αναπηρία 67% ή τρία παιδιά.
Το τελευταίο καταφύγιο
Το τελευταίο καταφύγιο είναι ο νόμος 3869/2010, όπως τροποποιήθηκε από το νόμο 4161/2013, και αφορά όλων των ειδών τις οφειλές, αλλά προστατεύει το ακίνητο της πρώτης κατοικίας και επιτρέπει απαλλαγή από ένα μέρος του δανείου, με εξόφληση μειωμένου ποσού για υπερχρεωμένους δανειολήπτες.
Στις τράπεζες δυσφορούν με το νόμο αυτό, αλλά έχει βοηθήσει χιλιάδες δανειολήπτες, που διαφορετικά θα έχαναν και την πρώτη κατοικία τους. Βεβαίως ο νόμος δεν προστατεύει άλλα περιουσιακά στοιχεία, που κατάσχονται.
Αν και ο εξωδικαστικός συμβιβασμός δεν απαγορεύεται, στην πράξη έχει καταργηθεί. Οι τράπεζες θεωρούσαν ότι οι δανειολήπτες χρονοτριβούσαν για να κερδίζουν χρόνο. Ετσι οι υπερχρεωμένοι καταναλωτές προσφεύγουν στη Δικαιοσύνη και μέχρι τη δίκη τους καταβάλλουν μόνο το 1/10 της μηνιαίας δόσης τους ή ποσόν όχι κατώτερο των 40 ευρώ μηνιαίως.
Το πρόβλημα των τραπεζών σχετίζεται τόσο με τις δικάσιμες ημερομηνίες (ο νόμος ορίζει έξι μήνες και στην πράξη δίνονται ημερομηνίες ακόμα και το 2020), αλλά και με τα ποσά των εισοδημάτων βάσει των οποίων καθορίζονται οι δόσεις που πρέπει να εξοφλήσει για 3-5 χρόνια μετά την απόφαση ο υπερχρεωμένος δανειολήπτης, για να απαλλαγεί από το υπόλοιπο ποσόν.
Αν ο υπερχρεωμένος δανειολήπτης δικαιωθεί, καταβάλλει το ποσό της μηνιαίας δόσης που ορίζει το δικαστήριο για 3-5 χρόνια. Το ποσό προκύπτει από το διαθέσιμο εισόδημα που απομένει μετά τον υπολογισμό του ποσού που δέχεται ως εύλογο το δικαστήριο για τη διαβίωσή του.
__________________________
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου